Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δολοφονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δολοφονημέν
ος
η
δολοφονημέν
η
το
δολοφονημέν
ο
γενική
του
δολοφονημέν
ου
της
δολοφονημέν
ης
του
δολοφονημέν
ου
αιτιατική
τον
δολοφονημέν
ο
τη
δολοφονημέν
η
το
δολοφονημέν
ο
κλητική
δολοφονημέν
ε
δολοφονημέν
η
δολοφονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δολοφονημέν
οι
οι
δολοφονημέν
ες
τα
δολοφονημέν
α
γενική
των
δολοφονημέν
ων
των
δολοφονημέν
ων
των
δολοφονημέν
ων
αιτιατική
τους
δολοφονημέν
ους
τις
δολοφονημέν
ες
τα
δολοφονημέν
α
κλητική
δολοφονημέν
οι
δολοφονημέν
ες
δολοφονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δολοφονημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
δολοφονώ
Μετοχή
επεξεργασία
δολοφονημένος, -η, -ο
που έχει
δολοφονηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δολοφονημένος
γαλλικά
:
assassiné
(fr)