δογματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δογματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δογματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαδογματισμένος, -η, -ο
- που έχει δογματιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία δογματισμένος
|
δογματισμένος, -η, -ο
|