↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπυριτικός η διπυριτική το διπυριτικό
      γενική του διπυριτικού της διπυριτικής του διπυριτικού
    αιτιατική τον διπυριτικό τη διπυριτική το διπυριτικό
     κλητική διπυριτικέ διπυριτική διπυριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπυριτικοί οι διπυριτικές τα διπυριτικά
      γενική των διπυριτικών των διπυριτικών των διπυριτικών
    αιτιατική τους διπυριτικούς τις διπυριτικές τα διπυριτικά
     κλητική διπυριτικοί διπυριτικές διπυριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διπυριτικός < δι- + πυριτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διπυριτικός, -ή, -ό

  • (ορυκτολογία) ο σχετικός με χαρακτηριστική μορφή του πυρίτη
    ⮡  διπυριτικό ορυκτό
    ※  Η εργασία αναλύει τις μεθόδους παραγωγής υαλοκεραμικών αποκαταστάσεων ενισχυμένων με διπυριτικό λίθιο καθώς και εντοπίζει τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν (Υαλοκεραμικά διπυριτικού λιθίου 2021-03, Σχολή Επιστημών Υγείας & Πρόνοιας, τμήμα Βιοϊατρικών Επιστημών [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία