↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διοχετευμένος η διοχετευμένη το διοχετευμένο
      γενική του διοχετευμένου της διοχετευμένης του διοχετευμένου
    αιτιατική τον διοχετευμένο τη διοχετευμένη το διοχετευμένο
     κλητική διοχετευμένε διοχετευμένη διοχετευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διοχετευμένοι οι διοχετευμένες τα διοχετευμένα
      γενική των διοχετευμένων των διοχετευμένων των διοχετευμένων
    αιτιατική τους διοχετευμένους τις διοχετευμένες τα διοχετευμένα
     κλητική διοχετευμένοι διοχετευμένες διοχετευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διοχετευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διοχετεύω

διοχετευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία