διοχετευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διοχετευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διοχετεύω
Μετοχή επεξεργασία
διοχετευμένος, -η, -ο
- που έχει διοχετευτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοχετευμένος
|
διοχετευμένος, -η, -ο
|