Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διονυσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διονυσιακ
ός
η
διονυσιακ
ή
το
διονυσιακ
ό
γενική
του
διονυσιακ
ού
της
διονυσιακ
ής
του
διονυσιακ
ού
αιτιατική
τον
διονυσιακ
ό
τη
διονυσιακ
ή
το
διονυσιακ
ό
κλητική
διονυσιακ
έ
διονυσιακ
ή
διονυσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διονυσιακ
οί
οι
διονυσιακ
ές
τα
διονυσιακ
ά
γενική
των
διονυσιακ
ών
των
διονυσιακ
ών
των
διονυσιακ
ών
αιτιατική
τους
διονυσιακ
ούς
τις
διονυσιακ
ές
τα
διονυσιακ
ά
κλητική
διονυσιακ
οί
διονυσιακ
ές
διονυσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διονυσιακός
<
αρχαία ελληνική
διονυσιακός
<
Διόνυσος
Επίθετο
επεξεργασία
διονυσιακός
(
θρησκεία
)
που έχει
σχέση
με τον
Διόνυσο
και τη
λατρεία
του ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
Διόνυσος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διονυσιακός
γαλλικά
:
dionysiaque
(fr)