διονυσιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διονυσιακά < διονυσιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
διονυσιακά
- με διονυσιακό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διονυσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διονυσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διονυσιακό