↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διομολογημένος η διομολογημένη το διομολογημένο
      γενική του διομολογημένου της διομολογημένης του διομολογημένου
    αιτιατική τον διομολογημένο τη διομολογημένη το διομολογημένο
     κλητική διομολογημένε διομολογημένη διομολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διομολογημένοι οι διομολογημένες τα διομολογημένα
      γενική των διομολογημένων των διομολογημένων των διομολογημένων
    αιτιατική τους διομολογημένους τις διομολογημένες τα διομολογημένα
     κλητική διομολογημένοι διομολογημένες διομολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διομολογώ

διομολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία