διομολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διομολογώ
Μετοχή επεξεργασία
διομολογημένος, -η, -ο
- που έχει διομολογηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διομολογημένος
|
διομολογημένος, -η, -ο
|