δινομαστιγωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δινομαστιγωτά | ||
γενική | των | δινομαστιγωτών | ||
αιτιατική | τα | δινομαστιγωτά | ||
κλητική | δινομαστιγωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δινομαστιγωτά < αρχαία ελληνική δῖνος / δίνη + μάστιξ + -ωτός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Dinoflagellata)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδινομαστιγωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) ομάδα μονοκύτταρων οργανισμών που ανήκουν στο βασίλειο των πρωτίστων (Protista) και χαρακτηρίζονται από την παρουσία δύο μαστιγίων (flagella) που χρησιμοποιούν για κίνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία δινομαστιγωτά