Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διζυγώτης οι διζυγώτες
      γενική του διζυγώτη των διζυγωτών
    αιτιατική τον διζυγώτη τους διζυγώτες
     κλητική διζυγώτη διζυγώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διζυγώτης < αγγλ. dizygote < δις (διπλός) +ζυγωτός

  Επίθετο επεξεργασία

διζυγώτης αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία