↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διζυγώτης οι διζυγώτες
      γενική του διζυγώτη των διζυγωτών
    αιτιατική τον διζυγώτη τους διζυγώτες
     κλητική διζυγώτη διζυγώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διζυγώτης < αγγλ. dizygote < δις (διπλός) +ζυγωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

διζυγώτης αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία