Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διδακτορία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
δικτατορία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διδακτορί
α
οι
διδακτορί
ες
γενική
της
διδακτορί
ας
των
διδακτορι
ών
αιτιατική
τη
διδακτορί
α
τις
διδακτορί
ες
κλητική
διδακτορί
α
διδακτορί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διδακτορία
<
διδάκτορας
+
-ία
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
doctorat
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ði.ða.ktoˈɾi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διδακτορία
θηλυκό
το να είναι κάποιος
διδάκτορας
, ο
σχετικός
τίτλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διδακτορία
αγγλικά
:
doctorate
(en)
γαλλικά
:
doctorat
(fr)