doctorat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
doctorat | doctorats |
Ετυμολογία επεξεργασία
- doctorat < λατινική doctoratus
Ουσιαστικό επεξεργασία
doctorat (fr) αρσενικό
- το πτυχίο του δόκτορα, η διδακτορία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη docteur