διαφεγγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαφεγγής | η | διαφεγγής | το | διαφεγγές |
γενική | του | διαφεγγούς* | της | διαφεγγούς | του | διαφεγγούς |
αιτιατική | τον | διαφεγγή | τη | διαφεγγή | το | διαφεγγές |
κλητική | διαφεγγή(ς) | διαφεγγής | διαφεγγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαφεγγείς | οι | διαφεγγείς | τα | διαφεγγή |
γενική | των | διαφεγγών | των | διαφεγγών | των | διαφεγγών |
αιτιατική | τους | διαφεγγείς | τις | διαφεγγείς | τα | διαφεγγή |
κλητική | διαφεγγείς | διαφεγγείς | διαφεγγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαφεγγής < ελληνιστική κοινή διαφεγγής < αρχαία ελληνική διά + φέγγω
Επίθετο
επεξεργασίαδιαφεγγής, -ής, -ές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαφεγγής
|