↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάφεγγος η διάφεγγη το διάφεγγο
      γενική του διάφεγγου της διάφεγγης του διάφεγγου
    αιτιατική τον διάφεγγο τη διάφεγγη το διάφεγγο
     κλητική διάφεγγε διάφεγγη διάφεγγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάφεγγοι οι διάφεγγες τα διάφεγγα
      γενική των διάφεγγων των διάφεγγων των διάφεγγων
    αιτιατική τους διάφεγγους τις διάφεγγες τα διάφεγγα
     κλητική διάφεγγοι διάφεγγες διάφεγγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάφεγγος < διαφεγγ(ής) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

διάφεγγος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία