↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατρεφόμενος η διατρεφόμενη το διατρεφόμενο
      γενική του διατρεφόμενου της διατρεφόμενης του διατρεφόμενου
    αιτιατική τον διατρεφόμενο τη διατρεφόμενη το διατρεφόμενο
     κλητική διατρεφόμενε διατρεφόμενη διατρεφόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατρεφόμενοι οι διατρεφόμενες τα διατρεφόμενα
      γενική των διατρεφόμενων των διατρεφόμενων των διατρεφόμενων
    αιτιατική τους διατρεφόμενους τις διατρεφόμενες τα διατρεφόμενα
     κλητική διατρεφόμενοι διατρεφόμενες διατρεφόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.tɾeˈfo.me.nos/ & /ðʝa.tɾeˈfo.me.nos/

διατρεφόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία