διασωματειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασωματειακός < δια- + σωματειακός
Επίθετο
επεξεργασίαδιασωματειακός
Συγγενικά
επεξεργασία- διασωματειακά
- → δείτε τις λέξεις σωματείο και σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασωματειακός
|