Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματειακός η σωματειακή το σωματειακό
      γενική του σωματειακού της σωματειακής του σωματειακού
    αιτιατική τον σωματειακό τη σωματειακή το σωματειακό
     κλητική σωματειακέ σωματειακή σωματειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματειακοί οι σωματειακές τα σωματειακά
      γενική των σωματειακών των σωματειακών των σωματειακών
    αιτιατική τους σωματειακούς τις σωματειακές τα σωματειακά
     κλητική σωματειακοί σωματειακές σωματειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωματειακός < σωματείο + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

σωματειακός

  • που έχει σχέση με σωματείο ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία