Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασφαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασφαλισμέν
ος
η
διασφαλισμέν
η
το
διασφαλισμέν
ο
γενική
του
διασφαλισμέν
ου
της
διασφαλισμέν
ης
του
διασφαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
διασφαλισμέν
ο
τη
διασφαλισμέν
η
το
διασφαλισμέν
ο
κλητική
διασφαλισμέν
ε
διασφαλισμέν
η
διασφαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασφαλισμέν
οι
οι
διασφαλισμέν
ες
τα
διασφαλισμέν
α
γενική
των
διασφαλισμέν
ων
των
διασφαλισμέν
ων
των
διασφαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
διασφαλισμέν
ους
τις
διασφαλισμέν
ες
τα
διασφαλισμέν
α
κλητική
διασφαλισμέν
οι
διασφαλισμέν
ες
διασφαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διασφαλισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασφαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασφαλισμένος