διασφαλισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδιασφαλισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διασφαλισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διασφαλισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διασφαλισμένος