διασκεπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασκεπτικός < ελληνιστική κοινή διασκεπτικός < διασκέπτομαι < αρχαία ελληνική διά + σκέπτομαι
Επίθετο επεξεργασία
διασκεπτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διάσκεψη, διασκέπτομαι και σκέπτομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασκεπτικός
|