↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκεπτικός η διασκεπτική το διασκεπτικό
      γενική του διασκεπτικού της διασκεπτικής του διασκεπτικού
    αιτιατική τον διασκεπτικό τη διασκεπτική το διασκεπτικό
     κλητική διασκεπτικέ διασκεπτική διασκεπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκεπτικοί οι διασκεπτικές τα διασκεπτικά
      γενική των διασκεπτικών των διασκεπτικών των διασκεπτικών
    αιτιατική τους διασκεπτικούς τις διασκεπτικές τα διασκεπτικά
     κλητική διασκεπτικοί διασκεπτικές διασκεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασκεπτικός < ελληνιστική κοινή διασκεπτικός < διασκέπτομαι < αρχαία ελληνική διά + σκέπτομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

διασκεπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία