διασίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διασίδι | τα | διασίδια |
γενική | του | διασιδιού | των | διασιδιών |
αιτιατική | το | διασίδι | τα | διασίδια |
κλητική | διασίδι | διασίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διασίδι (ιστός) < αρχαία ελληνική διάζομαι [1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /δʝaˈsi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐σί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασίδι ουδέτερο (ιδιωματικό)
- (λαϊκότροπο) το νήμα του αργαλειού
- (λαϊκότροπο) (κατ’ επέκταση) υφαντό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασίδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διασίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ διασίδι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασίδι ουδέτερο
- ιστός (όπως ο ιστός της αράχνης)
- και γραφή διασήση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διασίδι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ διασίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας