διάζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάζομαι < ελληνιστική κοινή διάζομαι < διά + ἄττομαι
Ρήμα επεξεργασία
διάζομαι
- (ιδιωματικό) πριν αρχίσω να υφαίνω στον αργαλειό, τακτοποιώ το στημόνι και διευθετώ τα νήματα
- (μεταφορικά) βιάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάζομαι
|