Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπραγμένος η διαπραγμένη το διαπραγμένο
      γενική του διαπραγμένου της διαπραγμένης του διαπραγμένου
    αιτιατική τον διαπραγμένο τη διαπραγμένη το διαπραγμένο
     κλητική διαπραγμένε διαπραγμένη διαπραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπραγμένοι οι διαπραγμένες τα διαπραγμένα
      γενική των διαπραγμένων των διαπραγμένων των διαπραγμένων
    αιτιατική τους διαπραγμένους τις διαπραγμένες τα διαπραγμένα
     κλητική διαπραγμένοι διαπραγμένες διαπραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπράττω

  Μετοχή επεξεργασία

διαπραγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία