Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανυσμένος η διανυσμένη το διανυσμένο
      γενική του διανυσμένου της διανυσμένης του διανυσμένου
    αιτιατική τον διανυσμένο τη διανυσμένη το διανυσμένο
     κλητική διανυσμένε διανυσμένη διανυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανυσμένοι οι διανυσμένες τα διανυσμένα
      γενική των διανυσμένων των διανυσμένων των διανυσμένων
    αιτιατική τους διανυσμένους τις διανυσμένες τα διανυσμένα
     κλητική διανυσμένοι διανυσμένες διανυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανύω

  Μετοχή επεξεργασία

διανυσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία