↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανθισμένος η διανθισμένη το διανθισμένο
      γενική του διανθισμένου της διανθισμένης του διανθισμένου
    αιτιατική τον διανθισμένο τη διανθισμένη το διανθισμένο
     κλητική διανθισμένε διανθισμένη διανθισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανθισμένοι οι διανθισμένες τα διανθισμένα
      γενική των διανθισμένων των διανθισμένων των διανθισμένων
    αιτιατική τους διανθισμένους τις διανθισμένες τα διανθισμένα
     κλητική διανθισμένοι διανθισμένες διανθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διανθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανθίζω και διανθώ

διανθισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία