↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διανεμισμένος η διανεμισμένη το διανεμισμένο
      γενική του διανεμισμένου της διανεμισμένης του διανεμισμένου
    αιτιατική τον διανεμισμένο τη διανεμισμένη το διανεμισμένο
     κλητική διανεμισμένε διανεμισμένη διανεμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διανεμισμένοι οι διανεμισμένες τα διανεμισμένα
      γενική των διανεμισμένων των διανεμισμένων των διανεμισμένων
    αιτιατική τους διανεμισμένους τις διανεμισμένες τα διανεμισμένα
     κλητική διανεμισμένοι διανεμισμένες διανεμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διανεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανεμίζω

διανεμισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία