διανεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανεμίζω < δια- + ανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἀνεμίζω < αρχαία ελληνική ἄνεμος
Ρήμα
επεξεργασίαδιανεμίζω
- (παρωχημένο) διασκορπίζω στον άνεμο
- (παρωχημένο) λιχνίζω
- εκθέτω κάτι στον άνεμο, για να στεγνώσει ή να στραγγίσει
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιανέμιστος
- → δείτε τη λέξη άνεμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανεμίζω | διανέμιζα | θα διανεμίζω | να διανεμίζω | διανεμίζοντας | |
β' ενικ. | διανεμίζεις | διανέμιζες | θα διανεμίζεις | να διανεμίζεις | διανέμιζε | |
γ' ενικ. | διανεμίζει | διανέμιζε | θα διανεμίζει | να διανεμίζει | ||
α' πληθ. | διανεμίζουμε | διανεμίζαμε | θα διανεμίζουμε | να διανεμίζουμε | ||
β' πληθ. | διανεμίζετε | διανεμίζατε | θα διανεμίζετε | να διανεμίζετε | διανεμίζετε | |
γ' πληθ. | διανεμίζουν(ε) | διανέμιζαν διανεμίζαν(ε) |
θα διανεμίζουν(ε) | να διανεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διανέμισα | θα διανεμίσω | να διανεμίσω | διανεμίσει | ||
β' ενικ. | διανέμισες | θα διανεμίσεις | να διανεμίσεις | διανέμισε | ||
γ' ενικ. | διανέμισε | θα διανεμίσει | να διανεμίσει | |||
α' πληθ. | διανεμίσαμε | θα διανεμίσουμε | να διανεμίσουμε | |||
β' πληθ. | διανεμίσατε | θα διανεμίσετε | να διανεμίσετε | διανεμίστε | ||
γ' πληθ. | διανέμισαν διανεμίσαν(ε) |
θα διανεμίσουν(ε) | να διανεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διανεμίσει | είχα διανεμίσει | θα έχω διανεμίσει | να έχω διανεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διανεμίσει | είχες διανεμίσει | θα έχεις διανεμίσει | να έχεις διανεμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διανεμίσει | είχε διανεμίσει | θα έχει διανεμίσει | να έχει διανεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διανεμίσει | είχαμε διανεμίσει | θα έχουμε διανεμίσει | να έχουμε διανεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διανεμίσει | είχατε διανεμίσει | θα έχετε διανεμίσει | να έχετε διανεμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διανεμίσει | είχαν διανεμίσει | θα έχουν διανεμίσει | να έχουν διανεμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανεμίζω
|