Ετυμολογία

επεξεργασία
διανεμίζω < δια- + ανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἀνεμίζω < αρχαία ελληνική ἄνεμος

διανεμίζω

  1. (παρωχημένο) διασκορπίζω στον άνεμο
  2. (παρωχημένο) λιχνίζω
  3. εκθέτω κάτι στον άνεμο, για να στεγνώσει ή να στραγγίσει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία