διαμηνυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμηνυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμηνύω
Μετοχή επεξεργασία
διαμηνυμένος, -η, -ο
- που έχει διαμηνυθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμηνυμένος
|
διαμηνυμένος, -η, -ο
|