Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμετρημένος η διαμετρημένη το διαμετρημένο
      γενική του διαμετρημένου της διαμετρημένης του διαμετρημένου
    αιτιατική τον διαμετρημένο τη διαμετρημένη το διαμετρημένο
     κλητική διαμετρημένε διαμετρημένη διαμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμετρημένοι οι διαμετρημένες τα διαμετρημένα
      γενική των διαμετρημένων των διαμετρημένων των διαμετρημένων
    αιτιατική τους διαμετρημένους τις διαμετρημένες τα διαμετρημένα
     κλητική διαμετρημένοι διαμετρημένες διαμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμετρώ

  Μετοχή επεξεργασία

διαμετρημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία