διαμετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμετρώ
Μετοχή
επεξεργασίαδιαμετρημένος, -η, -ο
- που έχει διαμετρηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμετρημένος
|
διαμετρημένος, -η, -ο
|