διαμετρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμετρώ < αρχαία ελληνική διαμετρέω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμετρώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμετράω - διαμετρώ | διαμετρούσα | θα διαμετράω - διαμετρώ | να διαμετράω - διαμετρώ | διαμετρώντας | |
β' ενικ. | διαμετράς | διαμετρούσες | θα διαμετράς | να διαμετράς | διαμέτρα - διαμέτραγε | |
γ' ενικ. | διαμετράει - διαμετρά | διαμετρούσε | θα διαμετράει - διαμετρά | να διαμετράει - διαμετρά | ||
α' πληθ. | διαμετράμε - διαμετρούμε | διαμετρούσαμε | θα διαμετράμε - διαμετρούμε | να διαμετράμε - διαμετρούμε | ||
β' πληθ. | διαμετράτε | διαμετρούσατε | θα διαμετράτε | να διαμετράτε | διαμετράτε | |
γ' πληθ. | διαμετράν(ε) - διαμετρούν(ε) | διαμετρούσαν(ε) | θα διαμετράν(ε) - διαμετρούν(ε) | να διαμετράν(ε) - διαμετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμέτρησα | θα διαμετρήσω | να διαμετρήσω | διαμετρήσει | ||
β' ενικ. | διαμέτρησες | θα διαμετρήσεις | να διαμετρήσεις | διαμέτρα - διαμέτρησε | ||
γ' ενικ. | διαμέτρησε | θα διαμετρήσει | να διαμετρήσει | |||
α' πληθ. | διαμετρήσαμε | θα διαμετρήσουμε | να διαμετρήσουμε | |||
β' πληθ. | διαμετρήσατε | θα διαμετρήσετε | να διαμετρήσετε | διαμετρήστε | ||
γ' πληθ. | διαμέτρησαν διαμετρήσαν(ε) |
θα διαμετρήσουν(ε) | να διαμετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμετρήσει | είχα διαμετρήσει | θα έχω διαμετρήσει | να έχω διαμετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμετρήσει | είχες διαμετρήσει | θα έχεις διαμετρήσει | να έχεις διαμετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμετρήσει | είχε διαμετρήσει | θα έχει διαμετρήσει | να έχει διαμετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμετρήσει | είχαμε διαμετρήσει | θα έχουμε διαμετρήσει | να έχουμε διαμετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμετρήσει | είχατε διαμετρήσει | θα έχετε διαμετρήσει | να έχετε διαμετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμετρήσει | είχαν διαμετρήσει | θα έχουν διαμετρήσει | να έχουν διαμετρήσει |
|