Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμετρέω < δια- + μετρέω / μετρῶ < μέτρον

  Ρήμα επεξεργασία

διαμετρέω

  1. μετρώ
  2. καταμετρώ
  3. διασχίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία