Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμετρέω < δια- + μετρέω / μετρῶ < μέτρον

διαμετρέω

  1. μετρώ
  2. καταμετρώ
  3. διασχίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία