↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλαλημένος η διαλαλημένη το διαλαλημένο
      γενική του διαλαλημένου της διαλαλημένης του διαλαλημένου
    αιτιατική τον διαλαλημένο τη διαλαλημένη το διαλαλημένο
     κλητική διαλαλημένε διαλαλημένη διαλαλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλαλημένοι οι διαλαλημένες τα διαλαλημένα
      γενική των διαλαλημένων των διαλαλημένων των διαλαλημένων
    αιτιατική τους διαλαλημένους τις διαλαλημένες τα διαλαλημένα
     κλητική διαλαλημένοι διαλαλημένες διαλαλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλαλώ

διαλαλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία