Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαλαλημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαλαλημέν
ος
η
διαλαλημέν
η
το
διαλαλημέν
ο
γενική
του
διαλαλημέν
ου
της
διαλαλημέν
ης
του
διαλαλημέν
ου
αιτιατική
τον
διαλαλημέν
ο
τη
διαλαλημέν
η
το
διαλαλημέν
ο
κλητική
διαλαλημέν
ε
διαλαλημέν
η
διαλαλημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαλαλημέν
οι
οι
διαλαλημέν
ες
τα
διαλαλημέν
α
γενική
των
διαλαλημέν
ων
των
διαλαλημέν
ων
των
διαλαλημέν
ων
αιτιατική
τους
διαλαλημέν
ους
τις
διαλαλημέν
ες
τα
διαλαλημέν
α
κλητική
διαλαλημέν
οι
διαλαλημέν
ες
διαλαλημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαλαλημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαλαλώ
Μετοχή
επεξεργασία
διαλαλημένος, -η, -ο
που έχει
διαλαληθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαλαλημένος