διακυβερνημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακυβερνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακυβερνώ
Μετοχή επεξεργασία
διακυβερνημένος, -η, -ο
- που έχει διακυβερνηθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακυβερνημένος
|
διακυβερνημένος, -η, -ο
|