↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακομματικός η διακομματική το διακομματικό
      γενική του διακομματικού της διακομματικής του διακομματικού
    αιτιατική τον διακομματικό τη διακομματική το διακομματικό
     κλητική διακομματικέ διακομματική διακομματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακομματικοί οι διακομματικές τα διακομματικά
      γενική των διακομματικών των διακομματικών των διακομματικών
    αιτιατική τους διακομματικούς τις διακομματικές τα διακομματικά
     κλητική διακομματικοί διακομματικές διακομματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακομματικός < διά + κομματικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διακομματικός, -ή, -ό

  • που συμβαίνει με τη συμμετοχή πολλών πολιτικών κομμάτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία