διακοινοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διακοινοτικός, -ή, -ό
- που συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας
- (ειδικότερα) που συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακοινοτικός