διακλαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διακλαδικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- διακλαδικά
- διακλαδικότητα
- → δείτε τις λέξεις διά, κλαδικός και κλαδί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακλαδικός
|