διακλαδικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακλαδικότητα < διακλαδικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακλαδικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διακλαδικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακλαδικότητα
|
διακλαδικότητα θηλυκό
|