διακατευθυντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιακατευθυντικός
- που κατευθύνει ανάμεσα από κάτι
- μετατοπιζόμενος σε πάνω από μία διάσταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διακατευθυντικός
|
διακατευθυντικός
|