↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακανονισμένος η διακανονισμένη το διακανονισμένο
      γενική του διακανονισμένου της διακανονισμένης του διακανονισμένου
    αιτιατική τον διακανονισμένο τη διακανονισμένη το διακανονισμένο
     κλητική διακανονισμένε διακανονισμένη διακανονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακανονισμένοι οι διακανονισμένες τα διακανονισμένα
      γενική των διακανονισμένων των διακανονισμένων των διακανονισμένων
    αιτιατική τους διακανονισμένους τις διακανονισμένες τα διακανονισμένα
     κλητική διακανονισμένοι διακανονισμένες διακανονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακανονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακανονίζω

διακανονισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία