διαιωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαιωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαιωνίζω
Μετοχή
επεξεργασίαδιαιωνισμένος, -η, -ο
- που έχει διαρκέσει υπερβολικά πολύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαιωνισμένος
|
διαιωνισμένος, -η, -ο
|