διαιτώμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαιτώμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαιτώμαι
- Ορεκτικά, σαλάτες, λαχματζούν, πεϊνιρλί και γλυκά για να μοιραστείτε με την παρέα, διαιτωμένους και μη. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαιτώμενος
|