↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαθρησκειακός η διαθρησκειακή το διαθρησκειακό
      γενική του διαθρησκειακού της διαθρησκειακής του διαθρησκειακού
    αιτιατική τον διαθρησκειακό τη διαθρησκειακή το διαθρησκειακό
     κλητική διαθρησκειακέ διαθρησκειακή διαθρησκειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαθρησκειακοί οι διαθρησκειακές τα διαθρησκειακά
      γενική των διαθρησκειακών των διαθρησκειακών των διαθρησκειακών
    αιτιατική τους διαθρησκειακούς τις διαθρησκειακές τα διαθρησκειακά
     κλητική διαθρησκειακοί διαθρησκειακές διαθρησκειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαθρησκειακός < δια- + θρησκεία

  Επίθετο

επεξεργασία

διαθρησκειακός, -ή, -ο

  • που συμβαίνει ανάμεσα σε ή μεταξύ δύο ή περισσότερων θρησκειών
    Ο διαθρησκειακός διάλογος κατορθώνει πρώτα απ' όλα να φέρει σε επαφή ανθρώπους διαφορετικών αντιλήψεων και πολλές φορές πολιτισμών και μάλιστα τους ταγούς των επιμέρους θρησκειών σε μια καλύτερη αλληλογνωριμία και επαφή. Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι απλά. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία