Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαθλασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαθλασμέν
ος
η
διαθλασμέν
η
το
διαθλασμέν
ο
γενική
του
διαθλασμέν
ου
της
διαθλασμέν
ης
του
διαθλασμέν
ου
αιτιατική
τον
διαθλασμέν
ο
τη
διαθλασμέν
η
το
διαθλασμέν
ο
κλητική
διαθλασμέν
ε
διαθλασμέν
η
διαθλασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαθλασμέν
οι
οι
διαθλασμέν
ες
τα
διαθλασμέν
α
γενική
των
διαθλασμέν
ων
των
διαθλασμέν
ων
των
διαθλασμέν
ων
αιτιατική
τους
διαθλασμέν
ους
τις
διαθλασμέν
ες
τα
διαθλασμέν
α
κλητική
διαθλασμέν
οι
διαθλασμέν
ες
διαθλασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαθλασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαθλώ
Μετοχή
επεξεργασία
διαθλασμένος, -η, -ο
που
διαθλάστηκε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαθλασμένος