διαδραματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδραματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαδραματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαδιαδραματισμένος, -η, -ο
- που έχει διαδραματιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαδραματισμένος
|
διαδραματισμένος, -η, -ο
|