Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδραματισμένος η διαδραματισμένη το διαδραματισμένο
      γενική του διαδραματισμένου της διαδραματισμένης του διαδραματισμένου
    αιτιατική τον διαδραματισμένο τη διαδραματισμένη το διαδραματισμένο
     κλητική διαδραματισμένε διαδραματισμένη διαδραματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδραματισμένοι οι διαδραματισμένες τα διαδραματισμένα
      γενική των διαδραματισμένων των διαδραματισμένων των διαδραματισμένων
    αιτιατική τους διαδραματισμένους τις διαδραματισμένες τα διαδραματισμένα
     κλητική διαδραματισμένοι διαδραματισμένες διαδραματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδραματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαδραματίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διαδραματισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία