↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγραμμισμένος η διαγραμμισμένη το διαγραμμισμένο
      γενική του διαγραμμισμένου της διαγραμμισμένης του διαγραμμισμένου
    αιτιατική τον διαγραμμισμένο τη διαγραμμισμένη το διαγραμμισμένο
     κλητική διαγραμμισμένε διαγραμμισμένη διαγραμμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγραμμισμένοι οι διαγραμμισμένες τα διαγραμμισμένα
      γενική των διαγραμμισμένων των διαγραμμισμένων των διαγραμμισμένων
    αιτιατική τους διαγραμμισμένους τις διαγραμμισμένες τα διαγραμμισμένα
     κλητική διαγραμμισμένοι διαγραμμισμένες διαγραμμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγραμμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαγραμμίζω

διαγραμμισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία