Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγραμμίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγραμμίζω < δια- + γραμμίζω < αρχαία ελληνική γραμμή < γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ- (χαράσσω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ɣɾaˈmi.zo/ & /ðʝa.ɣɾaˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐γραμ‐μί‐ζω

διαγραμμίζω, αόρ.: διαγράμμισα, παθ.φωνή: διαγραμμίζομαι, π.αόρ.: διαγραμμίστηκα, μτχ.π.π.: διαγραμμισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία