Δείτε επίσης: διαγενετικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγενεακός η διαγενεακή το διαγενεακό
      γενική του διαγενεακού της διαγενεακής του διαγενεακού
    αιτιατική τον διαγενεακό τη διαγενεακή το διαγενεακό
     κλητική διαγενεακέ διαγενεακή διαγενεακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγενεακοί οι διαγενεακές τα διαγενεακά
      γενική των διαγενεακών των διαγενεακών των διαγενεακών
    αιτιατική τους διαγενεακούς τις διαγενεακές τα διαγενεακά
     κλητική διαγενεακοί διαγενεακές διαγενεακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγενεακός < δια- + γενεακός

  Επίθετο επεξεργασία

διαγενεακός

  • που συμβαίνει ανάμεσα στις γενεές (σημερινή, προηγούμενη ή επόμενη) ή τις αφορά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία