διαγενεακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιαγενεακός
- που συμβαίνει ανάμεσα στις γενεές (σημερινή, προηγούμενη ή επόμενη) ή τις αφορά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γενιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαγενεακός
|