γενεακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενεακός | η | γενεακή | το | γενεακό |
γενική | του | γενεακού | της | γενεακής | του | γενεακού |
αιτιατική | τον | γενεακό | τη | γενεακή | το | γενεακό |
κλητική | γενεακέ | γενεακή | γενεακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενεακοί | οι | γενεακές | τα | γενεακά |
γενική | των | γενεακών | των | γενεακών | των | γενεακών |
αιτιατική | τους | γενεακούς | τις | γενεακές | τα | γενεακά |
κλητική | γενεακοί | γενεακές | γενεακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγενεακός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γενεακός
|