↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγγελμένος η διαγγελμένη το διαγγελμένο
      γενική του διαγγελμένου της διαγγελμένης του διαγγελμένου
    αιτιατική τον διαγγελμένο τη διαγγελμένη το διαγγελμένο
     κλητική διαγγελμένε διαγγελμένη διαγγελμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγγελμένοι οι διαγγελμένες τα διαγγελμένα
      γενική των διαγγελμένων των διαγγελμένων των διαγγελμένων
    αιτιατική τους διαγγελμένους τις διαγγελμένες τα διαγγελμένα
     κλητική διαγγελμένοι διαγγελμένες διαγγελμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγγελμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαγγέλλω

διαγγελμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία