Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαγγελμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαγγελμέν
ος
η
διαγγελμέν
η
το
διαγγελμέν
ο
γενική
του
διαγγελμέν
ου
της
διαγγελμέν
ης
του
διαγγελμέν
ου
αιτιατική
τον
διαγγελμέν
ο
τη
διαγγελμέν
η
το
διαγγελμέν
ο
κλητική
διαγγελμέν
ε
διαγγελμέν
η
διαγγελμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαγγελμέν
οι
οι
διαγγελμέν
ες
τα
διαγγελμέν
α
γενική
των
διαγγελμέν
ων
των
διαγγελμέν
ων
των
διαγγελμέν
ων
αιτιατική
τους
διαγγελμέν
ους
τις
διαγγελμέν
ες
τα
διαγγελμέν
α
κλητική
διαγγελμέν
οι
διαγγελμέν
ες
διαγγελμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαγγελμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαγγέλλω
Μετοχή
επεξεργασία
διαγγελμένος, -η, -ο
που έχει
διαγγελθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαγγελμένος