διαγγέλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγγέλλω < αρχαία ελληνική διαγγέλλω < διά + ἀγγέλλω
Ρήμα επεξεργασία
διαγγέλλω
- στέλνω σε κάποιον κάτι (επίσημη κοινοποίηση, γνωστοποίηση, διαταγή κ.ά.) με διαγγελέα
Συγγενικά επεξεργασία
- διαγγελέας
- → δείτε τις λέξεις διά και αγγέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαγγέλλω
|