↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβιβασμένος η διαβιβασμένη το διαβιβασμένο
      γενική του διαβιβασμένου της διαβιβασμένης του διαβιβασμένου
    αιτιατική τον διαβιβασμένο τη διαβιβασμένη το διαβιβασμένο
     κλητική διαβιβασμένε διαβιβασμένη διαβιβασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβιβασμένοι οι διαβιβασμένες τα διαβιβασμένα
      γενική των διαβιβασμένων των διαβιβασμένων των διαβιβασμένων
    αιτιατική τους διαβιβασμένους τις διαβιβασμένες τα διαβιβασμένα
     κλητική διαβιβασμένοι διαβιβασμένες διαβιβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβιβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαβιβάζω

διαβιβασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία